- κομματικόν
- κομματικόςconsisting of short clausesmasc acc sgκομματικόςconsisting of short clausesneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κομματικός — ή, ό (AM κομματικός, ή, όν) [κόμμα] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολιτικό κόμμα («κομματική οργάνωση») 2. αυτός που μεροληπτεί υπέρ ορισμένης μερίδας μσν. αρχ. αυτός που αποτελείται από μικρές προτάσεις αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek